- λεώβατος
- λεώβατος· ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεώβατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. λεωφόρος, οδός 2. «ἰχθὒς σελαχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω (βλ. λαο ) + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος] … Dictionary of Greek
λειόβατος — λειόβατος, ὁ (Α) 1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος 2. το ψάρι ρίνα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. τού λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος, χαλκό βατος] … Dictionary of Greek